Η Χιμαριώτικη διάλεκτος έχει ρίζες στην αρχαία ελληνική και μεγάλη ομοιότητα με την κρητική διάλεκτο στην προφορά λέξεων που περιέχουν το γράμμα “Κ”, όπως πχ. το συνδετικό ¨Και” προφέρεται ακριβώς όπως στα κρητικά και λίγο πιο έντονα. Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό που συναντάμε σε πολλές χιμαριώτικες λέξεις, είναι η πολύ βαριά προφορά του “Λ”, όπως ακούγεται από τους θεσσαλονικείς.
Τέλος, κάποιες λέξεις είναι εντελώς διαφορετικές απο τα νέα ελληνικά και άλλες είναι όμοιες με μόνη διαφορά την παρουσία ή την απουσία ενός μόνο γράμματος.
Κάντε κλικ επάνω στο κάθε γράμμα για να εμφανιστούν οι λέξεις με την μετάφραση στα νέο-ελληνικά.
* Εάν μπαίνετε από smartphone, προτιμήστε landscape mode για αυτή την σελίδα.
Αγέρας = Αέρας
Αγάλα = Σιγά
Αδρεφός/ή = Αδερφός/ή
Αλάργα = Μακριά
Αλησμονάω = Ξεχνώ
Αλλούπα = Αλεπού
Αλυχτάει = Γαυγίζει
Αλλώνι = Μεγάλη επίπεδη επιφάνεια
Ανασγκαλεύω = Αναμοχλεύω, ψάχνω για κάτι στο σωρό
Ανγκώνι = Γωνία εξωτερική σε κτίσμα
Αντάμα = Μαζί
Ανταμώνω = Συναντώ
Άντένω = Κολλάω, βρίσκω εμπόδιο
Αντζία = Ρούχα
Αντρειώνομαι = Καυχιέμαι, περηφανεύομαι (Πηγή: Ανδρεία)
Απογάλα = Σιγά, περίμενε, μη βιάζεσαι
Απόψε = Σήμερα
Αρεντεύω = Τρέχω
Αρί = Αρνί
Αρκάδα = Κομμάτι σκόρδου
Αροπλάνο = Αεροπλάνο
Ασβέση = Ασβέστης
Αστροπελέτσι = Έξυπνος σαν Αστραπή
Αστσέα = Συκιά
Αυκράζομαι = Αφουγκράζομαι, ακούω με μεγάλη προσοχή
Αψυχάω = Τσιγκουνεύομαι, δεν θέλω να ξοδέψω
Αχάμια = Αρρώστια, ασθένεια
Βαπόρι = Καράβι
Βαδίζω = Προχωράω, Συνεχίζω να μιλάω
Βλάζω = Ουρλιάζω, φωνάζω
Βασάω = Βαστάω, κρατάω
Βουρβέτσι = Καρούμπαλο στο κεφάλι
Για δαύτο = Γιαυτό
Γιατρικό = Καλό φάρμακο
Γιόμα = Μεσημέρι
Γκαντάρι = Ψηλός, δυνατός
Γκλουτσουνάρι = Μπούτι από κοτόπουλο
Γκόρτσο = Αχλάδι
Γκούσαρας = Σαύρα
Ζαλλώνω = Φορτώνω
Ζαγάρης = Άτακτος, πονηρούλης
Ζουλλάπι = Χαζός, Ηλίθιος
Ζουμάρι = Ζυμάρι
Ζούρμα = Θόρυβος
Ζυγώνω = Κοντεύω
Θαραπάηκα = Ευχαριστήθηκα, πέρασα πολύ ωραία
Θερίο = Θηρίο
Θύρα = Πόρτα
Ισμέτι = Δουλειά, εργασία
Κανάβι = Σχοινί
Κασμάς = Κασμάς
Κατσούμπερα = Βατόμουρα
Κιλέω = Κλαίω
Κινάω = Ξεκινάω για κάπου
Κίνγκος = Όμορφος σαν πρίγκηπας
Κοκαρίτσι = Κουκούτσι
Κορπέα = Κοπριά
Κοτσέυω = Σημαδεύω και ρίχνω στον αέρα
Κοτσυφός = Κοτσύφι
Κουκούμα = Μικρό μπρίκι
Κουρβίζομαι = Κρύβομαι
Κουρελλού = Υφασμάτινο χαλί για διαδρόμους
Κουρπέτα = Κουβέρτα
Κουτσουμπέλη = Μικρό γλυκό κοχύλι
Κρέα = Κρέας
Μαζώνω = Μαζεύω
Μαλλία = Μαλλιά
Μάνα = Μητέρα, μαμά, γιαγιά
Μασραπάς = Κανάτα
Μαύρος = Άμοιρος, καημένος
Μεσάλι = Τραπεζομάντηλο
Μιτσό = Μικρό
Μπάλλα = Μέτωπο/Κούτελο
Μπαλλαφέτσκα = καρούμπαλο στο κούτελο
Μπαλλόνι = Μπάλα ποδοσφαίρου
Μπαρμπακάς = Κάστρο στην παλιά Χιμάρα
Μπονόρα = Πρωϊνό
Μποτίλα = Μπουκάλι
Μπουαρί = Τζάκι
Μπουκούνι = Κομμάτι κρέας
Νόνα = Γιαγιά
Νούρα (Γειά σου Ω Νούρα!) = Χαϊδευτικό για μια όμορφη και καλή κοπέλα
Παίρω = Παίρνω
Παργός = Μικρός τοίχος
Παναϊα = Παναγία
Παντρεία = Γάμος
Πάψε = Σταμάτα να μιλάς
Περόνι = Πηρούνι
Πέτινος = Κόκορα
Πετουράω = Πετάω
Πέτουρο = Φύλλο από ζυμάρι
Πικινά = Γρήγορα, Σβέλτα
Πικούπιζω = Αναποδογύριζω
Πλοτσκάρα = Κλειδαριά, Λουκέτο
Ποντικός = Ποντίκι
Πούντα, Πουντέρω = Έντονο Κρύο, Κρυώνω
Πρέσκο = Ροδάκινο
Ρακογιάλι = Ποτήρι για ρακί
Ρατσί = Ρακί
Ρουδέα = Ροδιά
Σαλαματές = Βροντές (Κυρίως χρησιμοποιείται σαν βλαστημία)
Σαλεύω = Κουνιέμαι
Σαφύλι = Σταφύλι
Σενοχωρεύοομαι = Στεναχωριέμαι
Σέτσο = Κουβάς
Σία = Φωτιά
Σιάδι = Πάτωμα
Σκαμνί = Σκαμπό
Σκαρπί = Θαμνώδες Αγκάθι
Σκολείο = Σχολείο
Σκομίζω = Σκουπίζω
Σκοτούρα = Στεναχώρια, άγχος
Σκουρτσούνα = Οχιά
Σμίγω = Συναντώ, φέρνω σε επαφή
Σουλούρα = Σφυρίχτρα ή το κόκαλο μπροστά από την γάμπα
Σπολάϊτι = Ευτυχώς
Σούσαλα = Σκουπίδια
Σπηλάφι = Σπηλιά
Συναμεταξύ = Εντωμεταξύ
Σφαλαγκονέα = Αράχνη
Σφλενγκανίζω = Πετάω με δύναμη μακριά
Τ’απίτηδες = Επίτηδες
Τανίζω = Απλώνω,επεκτείνω
Τάτας = Μπαμπάς, πατέρας
Τέκινο = Μικρό Παιδί
Τέλα = Καθόλου
Τζέρτζελο = Βερύκοκο
Τουρσίζω = Τροχίζω
Τότσο = Λίγο
Τριψαλίδια = Ψίχουλα
Τρύγος = Φθινόπωρο
Τσέργα = Μάλλινη κουβέρτα από πρόβατο
Τσεύτλο = Χνούδι
Τσήπος = Κήπος
Τσίτρο = Κίτρινο
Τυρραγνιέμαι = Τυρρανιέμαι, Βασανίζομαι
Χαλεύω = Ζητάω
Χαρτία = Χαρτιά
Φαρμάκι = Δηλητήριο
Φκιάρι = Φτυάρι
Φλάκα = Φλόγα
Φωτερό = Φως, λάμπα
Φράσεις:
Έχω μείνει κούτσουρο = Δεν μπορώ να κουνηθώ
Έχω σραφλάσει = Διψάω πολύ
Έβγαλε βρέρι = Έβγαλε μεγάλη κακία
Μου κόπηκαν τα ήπατα = Κουράστηκα πολύ, μου κόπηκαν τα πόδια
Έμασα τα ήπατα = Ξεκουράστηκα
Με πήρε ο πόνος = Θυμήθηκα κάτι από το παρελθόν που μου λείπει πολύ
Μίσα (Με πήρε η μίσα) = Ύπνος, νύσταξα με πήρε ο ύπνος
Δεν αντρομάω να το πω = Δεν τολμώ να το πω
Δεν ε πάντεχα να σε ειδώ = Δεν το περίμενα να σε δω μπροστά μου
Δεν εχω τ’ ακάτη = Είμαι πολύ κουρασμένος
Που είσαι Ω Μάτι.. = Που είσαι καλέ…(λίγη δόση ειρωνίας)
Μη σου μένει το κέφι = Μην στεναχωριέσαι
Με πήρε το παράπονο = Ένιωσα μία θλίψη